ογκώμαι

ογκώμαι
(Α ὀγκῶμαι, -άομαι)
(για όνο) εκβάλλω ογκηθμό, ογκανίζω, γκαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. σε -άω (πρβλ. βοάω, βρυχάομαι, γοάω, μυκάομαι) που αντιστοιχεί με λατ. uncāre (για αρκούδα). Οι τ. ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *enq- / *onq- με σημ. «βογγώ, μουγκρίζω» και συνδέονται με αλβ. nekonj, αρχ. σλαβ. jaču, μέσο ιρλδ. ong
είναι πιθ. να οφείλονται σε ονοματοποιία (βλ. και λ. όκνος [ΙΙ]). Το ρ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή oncō].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γκαρίζω — (Α ὀγκῶμαι) 1. (για γαϊδούρια) φωνάζω 2. φωνάζω δυνατά ή τραγουδώ με παραφωνίες 3. φρ. «ας τον να γκαρίζει» μη δίνεις καμιά σημασία στα λόγια του ή στις φωνές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ογκαρίζω (μαρτυρείται διαλεκτικώς), με αποκοπή τού αρχικού φωνήεντος …   Dictionary of Greek

  • Όγκα — Ὄγκα, ἡ (Α) ονομασία τής Αθηνάς στη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. ὀγκῶμαι «γκαρίζω». Αναφέρεται ότι η προσωνυμία αυτή δόθηκε στην Αθηνά από τους ογκηθμούς που έβγαζε μεταμορφωμένη σε βόδι] …   Dictionary of Greek

  • κατογκώμαι — κατογκῶμαι, άομαι (Μ) (για όνο) γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀγκῶμαι (για όνο) «γκαρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ογκανίζω — γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι (πρβλ. μουγκανίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ογκαρίζω — ὀγκαρίζω (Α) ογκανίζω, γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. τού ὀγκῶμαι* (βλ. και λ. γκαρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ογκηθμός — ο (ΑΜ ὀγκηθμός) κραυγή όνου, ογκάνισμα, γκάρισμα αρχ. μυκηθμός βοδιού, μούγκρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός, μυκη θμός)] …   Dictionary of Greek

  • ογκηστής — ὀγκηστής, ὁ (Α) [ογκώμαι] αυτός που εκβάλλει ογκηθμούς …   Dictionary of Greek

  • ογκολογώ — ὀγκολογῶ, έω (Α) μιλώ με υπόκωφη φωνή, βογγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι «γκαρίζω, γογγύζω» + λογῶ*] …   Dictionary of Greek

  • ογκώδης — (I) ες (ΑΜ ὀγκώδης, ῶδες) [όγκος (Ι)] 1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.) 2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.) νεοελλ. άκομψος, βαρύς,… …   Dictionary of Greek

  • προογκώμαι — άομαι, Α (για γάιδαρο) γκαρίζω προηγουμένως, προαναγγέλλω γκαρίζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀγκῶμαι «γκαρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”