γκαρίζω — (Α ὀγκῶμαι) 1. (για γαϊδούρια) φωνάζω 2. φωνάζω δυνατά ή τραγουδώ με παραφωνίες 3. φρ. «ας τον να γκαρίζει» μη δίνεις καμιά σημασία στα λόγια του ή στις φωνές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ογκαρίζω (μαρτυρείται διαλεκτικώς), με αποκοπή τού αρχικού φωνήεντος … Dictionary of Greek
Όγκα — Ὄγκα, ἡ (Α) ονομασία τής Αθηνάς στη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. ὀγκῶμαι «γκαρίζω». Αναφέρεται ότι η προσωνυμία αυτή δόθηκε στην Αθηνά από τους ογκηθμούς που έβγαζε μεταμορφωμένη σε βόδι] … Dictionary of Greek
κατογκώμαι — κατογκῶμαι, άομαι (Μ) (για όνο) γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀγκῶμαι (για όνο) «γκαρίζω»] … Dictionary of Greek
ογκανίζω — γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι (πρβλ. μουγκανίζω)] … Dictionary of Greek
ογκαρίζω — ὀγκαρίζω (Α) ογκανίζω, γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. τού ὀγκῶμαι* (βλ. και λ. γκαρίζω)] … Dictionary of Greek
ογκηθμός — ο (ΑΜ ὀγκηθμός) κραυγή όνου, ογκάνισμα, γκάρισμα αρχ. μυκηθμός βοδιού, μούγκρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός, μυκη θμός)] … Dictionary of Greek
ογκηστής — ὀγκηστής, ὁ (Α) [ογκώμαι] αυτός που εκβάλλει ογκηθμούς … Dictionary of Greek
ογκολογώ — ὀγκολογῶ, έω (Α) μιλώ με υπόκωφη φωνή, βογγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι «γκαρίζω, γογγύζω» + λογῶ*] … Dictionary of Greek
ογκώδης — (I) ες (ΑΜ ὀγκώδης, ῶδες) [όγκος (Ι)] 1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.) 2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.) νεοελλ. άκομψος, βαρύς,… … Dictionary of Greek
προογκώμαι — άομαι, Α (για γάιδαρο) γκαρίζω προηγουμένως, προαναγγέλλω γκαρίζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀγκῶμαι «γκαρίζω»] … Dictionary of Greek